- βηκία
- βηκία, τά,A = προβάτια, Hp. ap. Gal.19.88: but [full] βηκία and [full] βηκίον (which = ἐλελίσφακος, Ps.-Dsc.3.33, and = ψευδοδίκταμνος, ib.32), = βήχιον, Erot., Ps.-Dsc.3.112. [full] βηκώνιον· εἶδος βοτάνης, Hsch. (leg. μηκ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.